παραιγιαλίτης

παραιγιαλίτης
ὁ, θηλ. παραιγιαλῑτις, ΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται ή ζει κοντά στον αιγιαλό, στην ακτή
2. ως ουσ. είδος ψαριού που ζει κοντά στον αιγιαλό
μσν.
το θηλ. ἡ παραιγιαλῑτις
(ενν. θάλασσα) το τμήμα τής θάλασσας κοντά στον αιγιαλό («τῆς παραιγιαλίτιδος λευκότερας οὔσης τοῡ πόντου», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αἰγιαλός + επίθημα -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραιγιαλίτης — haunting the shore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιγιαλίταις — παραιγιαλίτης haunting the shore masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιγίαλος — ον, Α παραιγιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰγιαλός] …   Dictionary of Greek

  • παραιγιάλιος — ον, Α παραιγιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰγιαλός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”